- οξαλ(ο)-
- χημ. πρόθεμα που δηλώνει την παρουσία τής μονοσθενούς ρίζας HOCO-CO- στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, ρίζας που προέρχεται από το οξαλικό οξύ με αφαίρεση μιας ομάδας υδροξυλίου από το μόριό του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξαλουρία — η ιατρ. η απέκκριση μεγάλης ποσότητας οξαλικών αλάτων με τα ούρα ως αποτέλεσμα υπεροξαλαιμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxaluria (< οξαλ(ο) * + ουρία < ουρώ)] … Dictionary of Greek
οξαλύλιο — το χημ. ονομασία τής δισθενούς οργανικής ρίζας CO CO , που λαμβάνεται με την αφαίρεση τών δύο ομάδων υδροξυλίου από το μόριο τού οξαλικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxalyl (< οξαλ(ο) * + κατάλ. yl τής χημικής ορολογίας] … Dictionary of Greek
οξαμίδιο — το χημ. άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο τού οξαλικού οξέος, που παρασκευάζεται με αφυδάτωση τού οξαλικού αμμωνίου ή με επίδραση αμμωνίας σε έναν εστέρα τού οξαλικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxamide (< οξ ,… … Dictionary of Greek
οξανιλίδιο — το χημ. ακυλιωμένο παράγωγο τής ανιλίνης που λαμβάνεται με θέρμανση τής ανιλίνης με οξαλικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxanilide (< οξ , συντετμημένη μορφή τού οξαλ(ο) * + γερμ. anilide)] … Dictionary of Greek